διαπιστευτήριο(ν)

διαπιστευτήριο(ν)
τό
1) удостоверение; 2) πλ. дип верительные грамоты;

επιδίδω τα διαπιστευτήρια μου — вручать свои верительные грамоты


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "διαπιστευτήριο(ν)" в других словарях:

  • διαπιστευτήριο — το 1. δελτίο ταυτότητας 2. στον πληθ. τα διαπιστευτήρια έγγραφο με το οποίο μια κυβέρνηση εφοδιάζει τους διπλωματικούς αντιπροσώπους της σε άλλη χώρα προκειμένου να γίνει η επίσημη διαπίστευση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξέν. όρου (πρβλ. γαλλ. lettres… …   Dictionary of Greek

  • διαπιστευτήριο — το έγγραφο διορισμού διπλωματικού αντιπροσώπου μιας χώρας που επιδεικνύεται στον αρχηγό του κράτους όπου στέλνεται: Ο πρέσβης επέδωσε τα διαπιστευτήριά του στον πρόεδρο της δημοκρατίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»